- σκοτεινολόγος
- -ον, Ααυτός που λέει δυσνόητα πράγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτεινός + -λόγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκοτεινολογία — ἡ, Α [σκοτεινολόγος] σκοτεινή και ασαφής ομιλία ή έκφραση γνώμης … Dictionary of Greek